ощущать - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

ощущать - translation to Αγγλικά


ощущать      

• These forces cannot be perceived directly.

ощущать      
ощутить
v.
feel, sense, perceive
adipsy      

['ædipsi]

медицина

неспособность ощущать жажду

адипсия

существительное

медицина

неспособность ощущать жажду

Ορισμός

ощущать
несов. перех.
1) а) Воспринимать органами чувств; чувствовать.
б) Испытывать, переживать.
2) Воспринимать сознанием; понимать, осознавать.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για ощущать
1. Ты начинаешь качественно совершенно иначе себя ощущать.
2. Ксенофобию люди стали ощущать повсюду в обществе.
3. Реставрацию нужно ощущать, необходимо чувствовать объект.
4. Вскоре некоторые сотрудники стали ощущать неприятный запах.
5. Главное - это ощущать себя свободным, предоставленным себе.
Μετάφραση του &#39ощущать&#39 σε Αγγλικά